-
1 Λευκαδίων
Λευκάδιοςfem gen plΛευκάδιοςmasc /neut gen pl -
2 κῡριεύω
κῡριεύω, Herr, Eigenthümer von Etwas, κύριος sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch sich bemächtigen; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰςόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσϑαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.
-
3 Ἰσθμός
A neck, narrow passage, esp. of the body, neck, Emp.100.19;ἰ. καὶ ὅρος τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθεος Pl.Ti. 69e
: metaph.,βίου βραχὺν ἰσθμόν S.Fr. 568
(lyr.).2 pharynx, fauces, Gal.18(2).961, Aret.SA1.6.II neck of land between two seas, isthmus,ὁ ἰ. τῆς Χερσονήσου Hdt.6.36
; of Athos, Id.7.22;Κιμμερικός A.Pr. 729
;ὁ ἰ. τῆς Παλλήνης Th.1.56
; ὁ Λευκαδίων ἰ. Id.3.81.2 Ἰσθμός (also [full] Ἰθμός SIG507 (Delph., iii B.C.), cf. foreg.) ὁ (ἡ in Pi., as O.7.81, 8.48), the Isthmus of Corinth, Hdt.8.40, etc.; Ἰσθμοῦ δειράς, αὐχὴν Ἰσθμοῦ, Pi.I.1.9, B.2.7; dat. Ἰσθμῷ prob. f.l. for Ἰσθμοῖ (q.v.) in Th.5.18, AP13.15; but ἐν Ἰσθμῷ correctly in Hdt.9.27,81.
См. также в других словарях:
Λευκαδίων — Λευκάδιος fem gen pl Λευκάδιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Αιακός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αίγινας, γιος του Δία και της Αίγινας, μιας από τις είκοσι κόρες του αργολικού ποταμού Ασωπού. Ο Δίας είχε αγαπήσει την κόρη του Ασωπού και, αφού μεταμορφώθηκε σε αετό, την άρπαξε και την πήγε στο ερημονήσι του… … Dictionary of Greek
μακεδονικοί τάφοι — Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της αρχαίας ταφικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για υπόγεια τυμβόχωστα κτίρια. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους μ.τ. είναι τα εξής: είναι όλοι τους υπόγειοι· είναι όλοι κτίρια οπωσδήποτε μεγαλύτερα από τις… … Dictionary of Greek
Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… … Dictionary of Greek
κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… … Dictionary of Greek
υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… … Dictionary of Greek
Ανθεμίων, δήμος — Νέος δήμος (8.147 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Επισκοπής Νάουσας, Κοπανού, Λευκαδίων, Μαρίνης, Μονοσπίτων και Χαριέσσης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek