Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ Λευκαδίων ἰ

См. также в других словарях:

  • Λευκαδίων — Λευκάδιος fem gen pl Λευκάδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • Αιακός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αίγινας, γιος του Δία και της Αίγινας, μιας από τις είκοσι κόρες του αργολικού ποταμού Ασωπού. Ο Δίας είχε αγαπήσει την κόρη του Ασωπού και, αφού μεταμορφώθηκε σε αετό, την άρπαξε και την πήγε στο ερημονήσι του… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικοί τάφοι — Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της αρχαίας ταφικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για υπόγεια τυμβόχωστα κτίρια. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους μ.τ. είναι τα εξής: είναι όλοι τους υπόγειοι· είναι όλοι κτίρια οπωσδήποτε μεγαλύτερα από τις… …   Dictionary of Greek

  • Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… …   Dictionary of Greek

  • κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …   Dictionary of Greek

  • υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… …   Dictionary of Greek

  • Ανθεμίων, δήμος — Νέος δήμος (8.147 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Επισκοπής Νάουσας, Κοπανού, Λευκαδίων, Μαρίνης, Μονοσπίτων και Χαριέσσης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»